ἱστοπόνος

ἱστόπους

ἱστορέω-ῶ
ἱστό·πους, ποδος () particul. au pl. οἱ ἱστόποδες, Eub. 3, 272 Meineke ; Anth. 7, 424, bâtons pour tendre l’étoffe sur le métier.
Étym. ἱ. πούς.