Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἱστοριογραφέω-ῶ
ἱστοριογραφία
ἱστοριογράφος
ἱστοριογραφία,
ας
(
ἡ
)
[
ᾰφ
] travail d’historien,
Jos.
c. Ap.
19
.
Étym.
ἱστοριογράφος
.