ἱστοριογραφία

ἱστοριογράφος

ἱστόριον
ἱστοριο·γράφος, ου () [] historien, Pol. 2, 62, 2, etc. ; DS. 1, 3 ; 2, 32 ; Plut. M. 898a.
Étym. ἱστορία, γράφω.