ὁδοιπορία

ὁδοιπορικός

ὁδοιπορικῶς
ὁδοιπορικός, ή, όν, de voyage, de voyageur, Pol. 31, 22, 6 ; Hdn 5, 4, 12.
Étym. ὁδοιπόρος.