ὁδοποιητικός

ὁδοποιΐα

ὁδοποιός
ὁδοποιΐα, ας () c. ὁδοποίησις, Xén. Cyr. 6, 2, 36 ; Plut. C. Gracch. 7 ||
E Dans une inscr. att. CIA. 2, add. 834, c, 28 (317/307 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 45, 6.
Étym. ὁδοποιός.