ὁδεύω

ὁδηγετέω-ῶ

ὁδηγέω-ῶ
ὁδηγετέω-ῶ, c. le suiv. Thém. 151c.
Étym. cf. ποδηγετέω et ποδηγέω ; κυνηγετέω et κυνηγέω.