ὁλκαδοπιττώτης

ὁλκαδοχρίστης

ὁλκαία
ὁλκαδο·χρίστης, ου () [] ouvrier qui goudronne ou peint les vaisseaux de transport, Man. 4, 342.
Étym. ὁλκάς, χρίω.