ὁλκαδικός

ὁλκαδοπιττώτης

ὁλκαδοχρίστης
ὁλκαδο·πιττώτης, ου () [] celui qui goudronne les vaisseaux de transport, calfat, Poèt. (Bkk. p. 1089).
Étym. ὁλκάς, πιττόω.