ὁλοκαρπόω-ῶ

ὁλοκάρπωμα

ὁλοκάρπωσις
ὁλοκάρπωμα, ατος (τὸ) offrande en holocauste, Spt. Ex. 30, 20 ; Lev. 16, 24 ; Sap. 3, 6.
Étym. ὁλοκαρπόω.