ὁλοκάρπωμα

ὁλοκάρπωσις

ὁλοκαυτέω-ῶ
ὁλοκάρπωσις, εως () action de faire une offrande en holocauste, Spt. Gen. 8, 20 ; Lev. 4, 34.
Étym. ὁλοκαρπόω.