ὁλοκάρπωσις

ὁλοκαυτέω-ῶ

ὁλόκαυτος
ὁλοκαυτέω-ῶ (impf. ὡλοκαύτουν) consumer entièrement une victime par le feu, Xén. An. 7, 8, 5, etc. ; Plut. M. 694b.
Étym. ὁλόκαυτος.