ὁλοκαύτωμα

ὁλοκαύτωσις

ὁλοκληρία
ὁλοκαύτωσις, εως () action d’offrir en holocauste, Spt. Ex. 29, 25 ; Lev. 4, 34, etc.
Étym. ὁλοκαυτόω.