ὁλοκαύτωσις

ὁλοκληρία

ὁλόκληρος
ὁλοκληρία, ας () état d’une chose entière, ensemble complet, intégrité, DL. 7, 107 ; d’où état sain, Spt. Esaï. 1, 6.
Étym. ὁλόκληρος.