ὁλοκληρία

ὁλόκληρος

ὁλοκλήρως
ὁλό·κληρος, ος, ον, qui forme un tout, d’où entier, intact, complet, parfait, Plat. Tim. 44c, Phædr. 250c, etc. ; Luc. Macr. 2.
Étym. ὅλος, κλῆρος.