ὁλοκυκλόω-ῶ

ὁλόκυρον

ὁλοκωνῖτις
ὁλόκυρον, ου (τὸ) [] mot du Pont, n. de la plante χαμαίπιτυς, Apd. (Ath. 681d) ; Diosc. 3, 175.