ὁλόκυρον

ὁλοκωνῖτις

ὁλολαμπής
ὁλο·κωνῖτις, ίτιδος () [ῑτ] sorte de plante à racines tuberculeuses, Hpc. 626, 4.
Étym. ὅλ. κώνειον.