ὁλοσχέρεια

ὁλοσχερής

ὁλοσχερῶς
ὁλο·σχερής, ής, ές :
1 entier, complet, accompli, Hpc. 381, 54 ; Thcr. Idyl. 25, 210 ||
2 qui concerne le tout ou l’ensemble, d’où important, principal, Pol. 1, 57, 7, etc. ; Str. 78 ||
Cp. -έστερος, Epic. (DL. 10, 35) ; Pol. 1, 40, 11. Sup. -έστατος, Pol. 3, 37, 8.
Étym. ὅλ. σχερός.