ὁλοσχερής

ὁλοσχερῶς

ὁλόσχιστος
ὁλοσχερῶς, adv. en totalité, en bloc, en général, Isocr. 109d ; Pol. 1, 10, 1, etc. ; Diosc. 2, 92, etc. ; Diph. (Bkk. p. 110, 18) ||
Cp. ὁλοσχερέστερον, Pol. 1, 17, 3, etc.
Étym. ὁλοσχερής.