ὁλοσχερῶς

ὁλόσχιστος

ὁλόσχοινος
ὁλό·σχιστος, ος, ον, dont le morceau est d’une seule pièce, Plat. Pol. 279d, 280c.
Étym. ὅλ. σχίζω.