ὁλόσφαλτος

ὁλοσφυρήλατος

ὁλοσφύρητος
ὁλο·σφυρ·ήλατος, ος, ον [ῡᾰ] qu’on forge d’un bloc, en métal massif, Jos. A.J. 14, 7, 1.
Étym. ὅλ. σφῦρα, ἐλαύνω.