ὁλοσφυρήλατος

ὁλοσφύρητος

ὁλοσχέρεια
ὁλο·σφύρητος, dor. ὁλο·σφύρατος, ος, ον [ῡᾱ] c. le préc. Anth. 11, 174.
Étym. ὅλ. *σφυράω, de σφῦρα.