ὁμαλότης

ὁμαλύνω

ὁμαλῶς
ὁμαλύνω [] (ao. pass. ὡμαλύνθην) c. ὁμαλίζω, Hpc. 893f ; T. Locr. 45e ; Arstt. Metaph. 6, 7 ; Th. C.P. 6, 2, 1.