ὁμαρτήδην

ὁμάς

ὅμασπις
ὁμάς, άδος () totalité : καθ’ ὁμάδα, Geop. 10, 2, 3, en masse, en troupe, p. opp. à κατ’ ἄνδρα.
Étym. ὁμός.