ὁμάς

ὅμασπις

ὁμαῦλαξ
ὅμ·ασπις, gén. ιδος (ὁ, ἡ) compagnon d’armes (propr. de bouclier) A. Pl. 233.
Étym. ὁμός, ἀσπίς.