ὁμιλητής

ὁμιλητικός

ὁμιλητός
ὁμιλητικός, ή, όν [μῑ] qui concerne les relations, le commerce habituel, Plat. Def. 415e ; πρός τινα, Isocr. 8d, qui se montre sociable, affable avec qqn ; ἡ ὁμιλητική (s. e. τέχνη) Plut. M. 629f, l’art de vivre en société.
Étym. ὁμιλέω.