ὁμόγραμμος

ὁμόδελφος

ὁμοδέμνιος
ὁμό·δελφος, ος, ον, né du même sein ; subst. (ὁ, ἡ) frère ou sœur, Call. fr. 168.
Étym. ὁμ. δελφύς.