ὁμόδελφος

ὁμοδέμνιος

ὁμοδημέω-ῶ
ὁμο·δέμνιος, ος, ον, qui a la même couche, époux ou épouse, Eschl. Ag. 1108 ; Mus. 70.
Étym. ὁμ. δέμνιον.