ὁμοδογματία

ὁμοδοξέω-ῶ

ὁμοδοξία
ὁμοδοξέω-ῶ, être du même avis que, Plat. Phæd. 83d ; abs. Plat. Rsp. 442d ; Pol. 1, 41, 5 ; Str. 154.
Étym. ὁμόδοξος.