ὁμοδοξέω-ῶ

ὁμοδοξία

ὁμόδοξος
ὁμοδοξία, ας () conformité d’opinion, Plat. Rsp. 433c ; Arstt. Nic. 9, 6 ; au pl. Plat. Pol. 310e.
Étym. ὁμόδοξος.