ὁμοδοξία

ὁμόδοξος

ὁμοδόξως
ὁμό·δοξος, ος, ον :
1 qui a la même opinion, Luc. Eun. 2 ||
2 d’égal renom, Naz. 2, 476 c Migne.
Étym. ὁμ. δόξα.