ὁμογάλακτος

ὁμόγαμος

ὁμογάστριος
ὁμό·γαμος, ος, ον []
1 époux de la même femme, Eur. H.f. 339 ||
2 ὁμόγαμοι, ων (οἱ) beaux-frères, maris de deux sœurs, Eur. Ph. 137.
Étym. ὁμ. γάμος.