Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμο·γάστριος,
ος, ον,
né du même sein,
Il.
21, 95 ;
24, 47
.
Étym.
ὁμ. γαστήρ
.