ὁμογλωσσέω

ὁμόγλωσσος

ὁμόγνητος
ὁμό·γλωσσος, att. -ωττος, ος, ον, qui parle la même langue, Hdt. 8, 144 ; Xén. Cyr. 1, 1, 5 ; τινι, Hdt. 1, 57, 171, que qqn.
Étym. ὁμ. γλῶσσα.