ὁμόγλωσσος

ὁμόγνητος

ὁμόγνιος
ὁμό·γνητος, ος, ον, de même race, Nonn. Jo. 4, 196, etc. ; Man. 6, 117 ||
E Fém. -η, Orph. Arg. 1213.
Étym. ὁμ. γίγνομαι.