ὁμοιοϐαρής

ὁμοιόϐιος

ὁμοιοϐίοτος
ὁμοιό·ϐιος, ος, ον, qui a le même genre de vie, Arstt. P.A. 3, 1, 17.
Étym. ὅμ. βίος.