ὁμοιόϐιος

ὁμοιοϐίοτος

ὁμοιογένεια
ὁμοιο·ϐίοτος, ος, ον, c. le préc. Arstt. H.A. 9, 18, 2.
Étym. ὁμ. βίοτος.