Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὁμοιόχροος
ὁμοιοχρώματος
ὁμοιόχωρος
ὁμοιο·χρώματος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c. le préc.
Callix.
(
Ath.
202
a
).
Étym.
ὅμ. χρῶμα
.