ὁμοιοχρώματος

ὁμοιόχωρος

ὁμοιόω-ῶ
ὁμοιό·χωρος, ος, ον, qui occupe le même espace que, dat. Herm. (Stob. Ecl. phys. p. 1102).
Étym. ὅμ. χώρα.