ὁμοιοειδῶς

ὁμοιοκαταληκτέω-ῶ

ὁμοιοκατάληκτος
ὁμοιοκαταληκτέω-ῶ, avoir une terminaison semblable, Dysc. Pron. 115a.
Étym. ὁμοιοκατάληκτος.