ὁμοιοκαταληκτέω-ῶ

ὁμοιοκατάληκτος

ὁμοιοκαταληκτώδης
ὁμοιο·κατάληκτος, ος, ον [τᾰ] de terminaison semblable, Dysc. Pron. 96, 6.
Étym. ὅμ. καταλήγω.