ὁμοιοκάταρκτος

ὁμοιόκριθος

ὁμοιόληκτος
ὁμοιό·κριθος, ος, ον [] qui ressemble à de l’orge, Th. H.P. 8, 1, 1.
Étym. ὅμ. κριθή.