ὁμοιοκαταληκτώδης

ὁμοιοκάταρκτος

ὁμοιόκριθος
ὁμοιο·κάταρκτος, ος, ον, c. ὁμοιόαρκτος, DH. 4, 551 Rhetores græci, Walz.
Étym. ὅμ. κατάρχω.