ὁμοιοσύντακτος

ὁμοιοσχημονέω-ῶ

ὁμοιόσχημος
ὁμοιοσχημονέω-ῶ, avoir un extérieur semblable, Arstt. Probl. 2, 5 ; Th. fr. 1, 50 ; 9, 34.
Étym. ὁμοιοσχήμων.