ὁμοιοσχημονέω-ῶ

ὁμοιόσχημος

ὁμοιοσχημοσύνη
ὁμοιό·σχημος, ος, ον, c. ὁμοιοσχήμων, Th. H.P. 4, 2, 4, etc. ; Dysc. Pron. 128c.