ὁμοιόω-ῶ

ὁμοίωμα

ὁμοίως
ὁμοίωμα, ατος (τὸ) objet ressemblant, image, Plat. Phædr. 250a ; Arstt. Rhet. 1, 2, 3, etc.
Étym. ὁμοιόω.