ὁμοκέλευθος

ὁμόκεντρος

ὁμοκλάω-ῶ
ὁμό·κεντρος, ος, ον, qui a pour centre le même point, concentrique, Str. 110 ; Ptol. Math. synt. t. 1, p. 240 Halm.
Étym. ὅμ. κέντρον.