ὁμόκεντρος

ὁμοκλάω-ῶ

ὁμοκλέω
ὁμοκλάω-ῶ (seul. impf. 3 sg. ὁμόκλα []) c. le suiv. Il. 18, 156 ; 24, 248 ; Q. Sm. 3, 67.