Ὁμόλα

ὁμόλεκτρος

Ὁμόλη
ὁμό·λεκτρος, ος, ον, qui partage son lit avec, Eur. Or. 476 ; épouse, Or. 508 ; Anth. 7, 295.
Étym. ὁμ. λέκτρον.