ὁμόλεκτρος

Ὁμόλη

ὁμολογέω-ῶ
Ὁμόλη, ης () Homolè, mt. de Thessalie, Eur. H.f. 371 ; A. Rh. 1, 594 ||
E Dor. Ὁμόλα, Eur. l. c. ; Thcr. Idyl. 7, 103.