ὁμολογέω-ῶ

ὁμολόγημα

ὁμολόγησις
ὁμολόγημα, ατος (τὸ)
1 objet d’une convention, Plat. Phæd. 93d, etc. ||
2 convention, Arstt. Rhet. Al. 2, 7, etc.
Étym. ὁμολογέω.